Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

Ανεργία και “εγχειρήματα αυτοδιαχείρισης”. Πραγματικά, “φτάνει πια”;

“Φτάνει πιά! στον εφιάλτη της ανεργίας απαντάμε με νέες συνεργατικές δομές”, το σύνθημα αφίσας του ΣΥΡΙΖΑ στο πλαίσιο εκδήλωσης/συζήτησης “για τα εγχειρήματα αυτοδιαχείρισης στους εργασιακούς χώρους (συνεταιρισμοί κολεκτίβες εργασίας, ανακατειλλημένοι εργασιακοί χώροι)”.

Το πρώτο ερώτημα αφορά την αντιστοιχία ή την αναντιστοιχία του αρχικού προστακτικού “φτάνει πια!” με το υπόλοιπο μέρος του συνθήματος.

Βλέποντας κανείς αυτό το “φτάνει πια!” σε μια αφίσα με θέμα την ανεργία, θα περίμενε ότι ακολουθεί κάποιο διεκδικητικό πλαίσιο για το δικαίωμα στην εργασία που παρά τη συνταγματική του “κατοχύρωση” (αυτό δεν είναι “συνταγματικό πραξικόπημα”; δεν είναι μήπως ζήτημα δημοκρατίας;) ισοπεδώνεται κάτω από την κυριαρχία (την αναγκαστικά τυφλή κυριαρχία) της προσφοράς και της ζήτησης, την καθολική κυριαρχία του καπιταλιστικού ανταγωνισμού για την μέγιστη καπιταλιστική κερδοφορία, την καταστροφή της μικρής παραγωγής, την μονοπωλιακή συγκέντρωση του κεφαλαίου, και συνθλίβεται ανάμεσα στις μυλόπετρες της καπιταλιστικής κρίσης.

Αντί όμως για τη διεκδίκηση του δικαιώματος στη δουλειά, τη διεκδίκηση των δικαιώματος των ανέργων στη ζωή, στην τροφή, στη στέγαση, στην υγεία, την κοινωνική ασφάλιση, την παιδεία των παιδιών τους, τον πολιτισμό κλπ, το ηχηρό “φτάνει πια!” ακολουθείται από την πρόταση – “απάντηση στον εφιάλτη της ανεργίας”- προς τους 1,5 εκατομμύρια ανέργους να απεμπολήσουν τα κοινωνικά τους δικαιώματα και τη διεκδητική πάλη γι’ αυτά και να στραφούν σε “συνεργατικά εγχειρήματα” κάτω από τις ίδιες ακριβώς συνθήκες και πραγματικούς όρους οι οποίοι τους έριξαν στον καιάδα της ανεργίας.

Μπροστά στα χιλιάδες λουκέτα που βάζουν τα μικρομάγαζα, ο ΣΥΡΙΖΑ “απαντά” προτείνοντας στους ανέργους να ανοίξουν … μαγαζιά! πλήν όμως “συνεργατικά”
. Απέναντι στις χιλιάδες απολύσεις και τα εργοστάσια που κλείνουν ο ΣΥΡΙΖΑ προβάλλει την περίπτωση του “ανακατειλημμένου εργασιακού χώρου” της ΒΙΟΜΕΤ, όπου οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε δυνατή η “ανακατάληψη” δεν χαρακτηρίζουν τις γενικές συνθήκες της βιομηχανικής παραγωγής και της καπιταλιστικής κρίσης, απέναντι συνολικά στο ζήτημα της ανεργίας σαν ζήτημα κοινωνικό, ζήτημα της ταξικής πάλης που εκ των πραγμάτων θέτει όρους ριζικού, σοσιαλιστικού κοινωνκού μετασχηματισμού, ζήτημα πάλης ανάμεσα στην καπιταλιστική και την κοινωνική ιδιοκτησία των παραγωγικών δυνάμεων, ο ΣΥΡΙΖΑ “απαντά” μετατοπίζοντάς το σε από οικονομική άποψη αναγκαστικά περιορισμένα συλλογικά εγχειρήματα η τύχη των οποίων, επίσης αναγκαστικά, καθορίζεται από τις νομοτέλειες της καπιταλιστικής ανάπτυξης, νομοτελειών που τα αποτελέσματα τους βιώνουν σήμερα όλοι οι εργαζόμενοι με τον χειρότερο τρόπο.

Σε ποιον απευθύνεται λοιπόν το “φτάνει πιά!” του συνθήματος; Μάλλον αποκλειστικά σε όποιον βλέποντας την αφίσσα θα νομίσει επηρεασμένος από την “επικοινωνιακή” ηχηρότητα, ότι πρόκειται πράγματι για κάποια “ριζοσπαστική απάντηση” σ’ ένα ζήτημα που βαραίνει ασφυκτικά ολόκληρη την εργατική τάξη και κάθε εργαζόμενο, ενώ στην πραγματικότητα δεν πρόκειται παρά για την παράκαμψη του αληθινού προβλήματος, για την εκτροπή από τα διεκδικητικά “εγχειρήματα” σε “εγχειρήματα” ανώδυνα για τις πηγές και τα αίτια του προβλήματος, περιορισμένα σε σκόρπιες κοινωνικές μικροκλίμακες και σε συνολικό κοινωνικό επίπεδο αδιέξοδα.

*

Αλήθεια ποιον και τι θίγει αυτού του είδους ο “ριζοσπαστισμός”; Με ποια εξουσία πρόκειται να συγκρουστεί, με ποιες κατεστημένες πραγματικές οικονομικές σχέσεις έρχεται να βρεθεί αντιμέτωπος, ποιον βάζει απέναντί του και του φωνάζει “φτάνει πια”; Στην πραγματικότητα κανέναν.

Απέναντι σε ποια εξουσία, με άλλα λόγια, έρχεται αντιμέτωπο το γεγονός, και ποιες σχέσεις παραγωγής και κατανομής ανατρέπονται από το γεγονός ότι στα 10 ατομικά μπακάλικα που κλείνουν ανοίγει ένα συνεργατικό; Ή από το γεγονός ότι σ’ ένα εργοστάσιο εγκαταλειμένο από τον ιδιοκτήτη του αναλαμβάνουν οι εργάτες το συλλογικό εγχείρημα της αυτοδιαχειριζόμενης λειτουργίας του;

Πόσα περιθώρια επιτυχίας, και επιτυχίας με τι κόστος, έχουν παρόμοια εγχειρήματα στις συνθήκες όπου στο εμπόριο κυριαρχούν τα μονοπωλιακά συγκροτήματα του χρηματιστικού κεφαλαίου διασυνδεμένα με τα βιομηχανικά και τραπεζικά μεγαθήρια, και όπου στην παραγωγή τις βιομηχανίες κλείνει ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός κι όχι η ανικανότητα ή η “κακή προαίρεση” των ιδιοκτητών τους, άσχετα αν αυτοί “χρεοκοπούν” ή απλώς τοποθετούν τα συσσωρευμένα κέρδη τους σε άλλες επενδυτικές σφαίρες;

Πόσα τέτοια “εγχειρήματα” χωράνε μέσα στα όρια της προσφοράς και της ζήτησης, και πόσοι από τους 1,5 εκατομμύρια ανέργους μπορούν (και με τι όρους) να απασχοληθούν μέσα σ’ αυτά τα όρια με “εγχειρήματα” σαν κι αυτά;

Σε τι θίγονται -και πώς στην πραγματικότητα δεν ανακυκλώνονται- τα αίτια στα οποία οφείλεται η ανεργία, είτε πρόκειται για τα “σταθερά” της επίπεδα σε συνθήκες καπιταλιστικής “ανάπτυξης” είτε για την έξαρση της σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης;

*

Καμιά “απάντηση στον εφιάλτη της ανεργίας” δεν συνιστούν λοιπόν τα εγχειρήματα που προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ σαν τέτοια, και εφόσον τα προβάλλει σαν τέτοια όχι μόνο δεν συνιστούν “απάντηση” αλλά αντίθετα συνιστούν ριζικό αποπροσανατολισμό από κάθε πραγματική απάντηση που δεν μπορεί παρά να είναι απάντηση διεκδικητική για τα δικαιώματα των ανέργων, για το δικαίωμα στη δουλιά, για την επιβολή των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων των ικανών να διασφαλίζουν αυτό το δικαίωμα ενάντια στις σημερινές σχέσεις που μόνιμα, διαρκώς κι αδιάκοπα, το καταστρατηγούν, το αντιστρατεύονται και το καταργούν.

Ο αποπροσανατολισμός δεν έγγειται στο εγχείρημα καθαυτό. Δεν υπάρχει “αποπροσανατολισμός” στο ίδιο το γεγονός ότι μια ομάδα ή ομάδες ανθρώπων ενώνονται για τη δημιουργία ενός καταναλωτικού συνεταιρισμού κλπ. Δεν υπάρχει “αποπροσανατολισμός” ούτε και στο ίδιο το γεγονός ότι οι εργάτες της ΒΙΟΜΕΤ μπροστά στο φάσμα της ανεργίας αποφάσισαν παρ’ όλες τις αντικειμενικές δυσκολίες να λειτουργήσουν οι ίδιοι με μορφή παραγωγικού εργοστασιακού συνεταιρισμού το εγκαταλειμένο εργοστάσιο.

Ο αποπροσανατολισμός αρχίζει από τη στιγμή που παρομοια “εγχειρήματα” εμφανίζονται σαν λύση στο πρόβλημα που τα έθεσε σε κίνηση, από τη στιγμή που εμφανίζονται σαν παράκαμψη από τη λύση που αντικειμενικά δεν είναι άλλη από την ενιαία κοινωνική ιδιοκτησία των σύγχρονων και ώριμων γι’ αυτήν παραγωγικών δυνάμεων. Αρχίζει έτσι, με αυτή τη μορφή κι από αυτή την ιδεολογική αφετηρία ο αποπροσανατολισμός απέναντι στην συνολική πρόκληση του παρόντος. Αλλά προεκτείνεται και στο μέλλον από τη στιγμή που η αυτοδιαχείριση δεν προβάλλεται σαν βαθμίδα της εργατικής-δημοκρατικής κλιμάκωσης του ενιαίου κοινωνικού-παραγωγικού σχεδιασμού, αλλά σαν κύτταρο ενός “σοσιαλισμού” της προσφοράς και της ζήτησης, “σοσιαλισμού” του ανταγωνισμού ανάμεσα σε ξεχωριστές “αυτοδιαχειριζόμενες” μονάδες, “σοσιαλισμού” μέσα από τον οποίο καθημερινά θα αναπαράγονται οι όροι των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων και των “παρενεργειών” τους, ή και -ακόμα χειρότερα- σαν “κοινωνικός τομέας” της οικονομίας ο οποίος μπορεί “αρμονικά” να συνυπάρξει με τον “τομέα” της μονοπωλιακής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας .

*

Διαφορετικά η συνεργατικότητα υπό τον όρο της πραγματικής λαϊκής αλληλεγγύης αντί της συγκαλυμένης επιχειρηματικότητας θα μπορούσε να αποτελέσει διεκδικητικό εφαλτήριο χωρίς να χάνει το κέντρο του στόχου.

Η πάλη των εργατών της ΒΙΟΜΕΤ για την επιβίωση θα μπορούσε να συμβάλει στη διάσωση παραγωγικών δυνάμεων που στην πραγματικότητα ανήκουν σε όλους τους εργαζομενους, καθώς και στον συνολικό αγώνα για την απαλλαγή της εργατικής τάξης από την τάξη των “αφεντικών”, στον συνολικό αγώνα για την κοινωνική χειραφέτηση.

Ιδιαίτερα αν δεν περιοριζόταν στην “ανακατάληψη εργασιακών χώρων” για τους οποίους τα “αφεντικά” έχασαν το ενδιαφέρον τους και τους εγκατέλειψαν, αλλά επεκτεινόταν σε όλη την κοινωνική έκταση: κι εκεί όπου το σταμάτημα της παραγωγής δεν ισοδυναμει καθόλου με απώλεια του καπιταλιστικού “ενδιαφέροντος”, ακόμα κι εκεί όπου το καπιταλιστικό “ενδιαφέρον” συναρτημένο με τη συνεχιζόμενη και ανοδική κερδοφορία είναι υπαίτιο και για την ανεργία και για την αποδιάρθρωση του συνόλου των εργασιακών σχέσεων και για την εξαθλίωση ακόμα κι αυτών που εργάζονται…

…Όμως τότε η κραυγή “φτάνει πιά!” θα είχε ουσιαστικό νόημα και περιεχόμενο ακόμα κι αν δεν διατυπωνόταν με ηχηρά λόγια αλλά έμπρακτα, με όρους δηλαδή ανάπτυξης της ταξικής πάλης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου